αείπλανος

αείπλανος
ἀείπλανος, -ον και ἀειπλανής, -ές (Α)
1. αυτός που πλανιέται, που κινείται συνεχώς
2. φρ. «αείπλανα χείλη», αεικίνητα, φλύαρα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + πλανῶμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀείπλανα — ἀείπλανος ever wandering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειπλανής — ἀειπλανής, ές (Α) βλ. αείπλανος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”